Category: Terminology


Let’s have a little look at the names of the days of the week, as appear nowadays, in the English language as well as their (substantially Norse/Scandinavian) origins and meaning now:

Monday, to begin the week with, means ‘Day of the Moon’ and likely derives via the Middle English Monenday on the Old English Mōnandæg, which in turn most likely comes from the Old Frisian Mōna(n)deig.

That said, the Middle English version looks very much identical to the Old Frisian alternate form of Mōnendei, so it may well have been obtained directly from the latter instead.

Tuesday is ‘Tīw’s Day’ or ‘Týr’s Day’ where Týr (Tiwar in Proto-Norse) is a Norse god of war. The English name of the day comes likely via the Old Frisian Tiesdei, which is almost identical.

Wednesday, in turn, means ‘Day of Woden’ where Woden is no other than the mighty Norse king of the gods Odin. The English name apparently comes via the effectively identical Old Frisian Wednesdei.

Thursday is ‘Thor’s Day’ where Thor is no other than the well-known Norse god of Thunder. Its deep root lies in the Norse Þórsdagr (Thor’s Day, where ‘Þ’ is pronounced as ‘θ’) apparently as an influence on Old Frisian Thuner (Thor) and Thunersdei, with a loss of the ‘n’ through time.

Friday means ‘Day of Frig’ and Frig is no other than Odin’s consort goddess Frigg. The English name comes apparently either through the Old Saxon (Low German) name for the goddess of Fri or Old Frisian Frīadei or Fredei for the day.

Saturday has got its origins in the Roman Latin Sāturni diēs that means ‘Saturn’s Day’ but most likely came via the Old Frisian Sāterdei, with which the Middle English form (Saterday) is effectively identical.

Finally, Sunday means ‘Sun’s Day’ as can easily be made out. Its older form (Middle English) is Sunedai likely to have come in its turn from the Old Frisian Sunnandei.

Φαντάζομαι ότι όλοι γνωρίζετε τι σημαίνει ‘Χημεία’ και τι αυτή αφορά. Άλλωστε, λίγο πολύ όλοι θα έχετε κάνει το αντίστοιχο μάθημα στο σχολείο, αν όχι και παραπέρα.

Από που, λοιπόν, προέρχεται το όνομα της επιστήμης αυτής και πως αναλύεται; Εδώ υπάρχει μια μεγάλη εκπληξη!

Η λέξη ‘Χημεία,’ λοιπόν, προέρχεται και έχει τις βαθιές της ρίζες στο αρχαίο αιγυπτιακό ‘km.t’ που αποδίδεται κοινώς ως ‘κέμ-ετ’ και σήμαινε ‘μαύρη γη’ σε σχέση με το χώμα που αποτίθονταν και κάλυπτε τις πλημμυρικές ζώνες του ποταμού Νείλου κατά την εποχή των ετήσιων πλημμύρων του(1).

Το χώμα αυτό ήταν εξαιρετικά πλούσιο σε στοιχεία που έκανε τις ‘μαύρες’ αυτές ζώνες πολύ εύφορες και συνεπώς θα έδινε την εντύπωση κάποιου είδους ‘μαγείας’ ιδιαίτερα ευπρόσδεκτης για τους αρχαίους Αιγύπτιους ενώ το όνομα επεκτάθηκε για να χαρακτηρίζει τελικά ακόμη και την ίδια τους τη χώρα ως ‘Κέμ-ετ’ (‘Χώρα της Μαύρης Γης’).

Η πρώτη παρουσία της λέξης km.t φαίνεται να γίνεται τόσο παλιά όσο περίπου το 3100 π.Χ. και την Πρώιμη Δυναστική Περίοδο ενώ ως όνομα για την ίδια την χώρα δείχνει να εμφανίζεται κατά την βασιλεία του Mentuhotep II (2060-2009 π..Χ.) της ΧΙ Δυναστείας και μετάβαση από την Πρώτη Ενδιάμεση Περίοδο στο Μέσο Βασίλειο.

Μάλιστα, από ό,τι καταλαβαίνω, το όνομα ακόμη χρησιμοποιείται για την Αίγυπτο σε περιοχές της Μέσης Ανατολής και που αναλύεται σε ‘km’ (κεμ-), που σημαίνει ‘μαύρο/μαυρίλα,’ και το επίθεμα ‘.t’ (-ετ) που δίνει την έννοια της χώρας/περιοχής στο πρώτο, σε μια δομή που δείχνει σημιτική.

Από την άλλη πλευρά, φαίνεται να υπάρχει μια σύγχυση σε ό,τι αφορά την λέξη ‘χημεία,’ με αρκετά ‘δάνεια’ και ‘αντιδάνεια’ μεταξύ γλωσσών και περιοχών μέσα στους αιώνες, για το ποια ακριβώς ήταν η πορεία της διαμόρφωσής της και πότε πρωτοεμφανίστηκε.

Έτσι, σε άλλες πηγές φαίνεται να πρωτοεμφανίζεται στον 4ο αιώνα μ.Χ. σε μια πραγματεία του Ρωμαίου αστρολόγου και συγγραφέα Julius Firmicus Maternus ως ‘chemyia’ ενώ σε άλλες (αλλά λιγότερες) ότι εμφανίστηκε αρχικά γύρω στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. ως ‘χυμεία’ στην Κοινή από το πρωτύτερο αρχαιο-ελληνικό ‘χύμα,’ με το τελευταίο ως συμφυρμό του ‘Χημία’ (Αίγυπτος) και ‘χημία’ (μαύρη γη).

Ωστόσο, η δεύτερη εκτίμηση δεν δείχνει ιδιαίτερα ‘στέρεη’ για κάποιους σημαντικούς λόγους όπως:

α) η κατάληξη ‘-ία’ στην περίπτωση του ‘Χημία’ (Αίγυπτος, η χώρα) θα ήταν ‘-εία΄ (γη, χώρα) ως προς τη μορφή ‘Χημεία’ και προφορά ‘Κεμέα’ ενώ στο ‘χημία’ (μαύρη γη) η προφορά θα ήταν ‘κέμια’ αντιθέτως (και έτσι θα διακρίνονταν και μεταξύ τους).

β) Το ‘χύμα,’ στα αρχαία ελληνικά προφερόμενο ως ‘κούμα,’ προερχόταν από το προ-ελληνικό ‘k(h)uma’ (δασυνόμενο ‘κ’) που είναι πιθανώς Λούβιο.

γ) To km.t (κέμ-ετ) φαίνεται ότι πολύ παλαιότερα προφερόταν ως ‘κούμ-ατ’ που υποδεικνύει την αντίστοιχη εξέλιξη του πρώτου συνθετικού από ‘χυμ-‘ σε ‘χημ-‘ (προφερόμενα ως ‘κουμ-‘ και ‘κεμ-‘ αντίστοιχα) και όχι το αντίθετο (βλέπε επίσης β παραπάνω).

Θα πρέπει να πούμε ότι φαίνεται ότι υπήρχε αιγυπτιακή λέξη ‘khēmia’ (‘κέμια’)(2) που σήμαινε ‘μετατροπή της γης,’ δεδομένου μάλιστα ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Diocletian αναφέρεται σε αυτή, που δείχνει ότι η καταγωγή της λέξης ‘Χημεία’ μπορεί να είναι απευθείας αιγυπτιακή αλλά με κλίση περισσότερο προς την έννοια της Αλχημείας.

Μάλιστα, η λέξη αλχημεία(3) προέρχεται από το αραβικό ‘al-kīmiyā’ όπου το δεύτερο συστατικό της λέξης προφέρεται όπως και το ‘khēmia’ παραπάνω, υποδεικνύοντας απευθείας αιγυπτιακή καταγωγή, και που αφορά και πάλι το αρχαίο όνομα της Αιγύπτου στην αιγυπτιακή γλώσσα σημαίνοντας ‘Αιγυπτιακή τέχνη’ ή ‘μαύρη τέχνη.’

Το ‘τέχνη’ (art) έχει να κάνει και με τη μαγεία να σημειωθεί επίσης.

Συνεπώς, η Χημεία ήταν βασίλειο πολύ πριν γίνει επιστήμη!

****************************************************************************************************

****************************************************************************************************

(1) Οι πλημμύρες του Νείλου λάμβαναν χώρα μεταξύ Μαϊου και Αυγούστου κατά την εποχή του Akhet (άνοδος των υδάτων, πλημμύρα) ως αποτέλεσμα των ετήσιων μουσώνων που προκαλούσαν μεγάλες κατακρημνίσεις στα Αιθιοπικά υψίπεδα.

(2) Η δομή του ‘khēmia,’ ωστόσο, θα έλεγα ότι συνιστά μάλλον Φοινικική/Καναανίτικη προέλευση αλλά και πάλι ενδεχομένως να εμφανίστηκε μέσα στα όρια της Αιγύπτου δεδομένων των μεγάλων αριθμών από Σημίτες/Καναανίτες που ήταν εγκατεστημένοι στο ανατολικό Δέλτα του Νείλου ήδη από τους πρώτους αιώνες της δεύτερης χιλιετερίδας π.Χ.

(3) Το ‘αλχημεία’ ουσιαστικά αναλύεται αρχικά ως ‘η χημεία’ καθώς το πρόθεμα ‘αλ-‘ δεν είναι τίποτα άλλο από το αντίστοιχο αραβικό οριστικό άρθρο.

Generally, the word ‘horizon’ is given as spelling the visible horizontal line in all directions where the sky appears to meet the earth around, deriving on Hellenic ‘Οριζών’ (‘horiz’un’) meaning ‘separating circle.’

However, looking at the word earlier on there struck me a different and rather more likely meaning and origin of the word.

I am feeling confident, therefore, that ‘horizon’ actually comes out of the Hellenic rendering of ‘Ὧρος’(1) (aspirated, pronounced as hɔ̂ːros/hu:ros) for the name of the ancient Egyptian god of the sun and the sky Hor-us(2) (also Her or Hor).

Horus, recorded as ‘ḥr’ in hieroglyphs, was associated with the horizon as his forms of ‘Her-em-akhet’ (Horus in the Horizon) or ‘Hor-akhty’ (Horus of the Two Horizons) clearly indicate, where ‘akhet’ means ‘horizon’ (where the sun rises) and ‘akhty’ spells ‘two horizons (where the sun rises and sets) respectively.

His name apparently meant, among others, ‘the one who is above/over’ but also ‘scope of vision,’ an equivalent to ‘horizon,’ so the substitution of the suffix ‘-izon’ (‘-ιζών΄)(3), which is likely Anatolian in origin, for ‘-os’ in Hellenic ‘Hɔ̂ːr-os’ would add up to ‘Hɔ̂ːriz’un’ (pronunciation, Ωριζών in Hellenic) conveying ‘that of Hor(-us),’ ‘the (designated) realm of Hor(-us)’ (which was the sky and the horizon).

Therefore, there you have it, ‘horizon’ comes out of ‘Hor-us’ and not out of ‘oros’(4) (boundary) as, after all, it first and foremost regards the sky as a term.

________________________________________________________________________________________________________________

(1) The letter ‘Ω’ (omega) was for long part of only the Ionian alphabets and dialects carrying the sound of a long ‘o’ but even more so that of ‘u,’ in many cases supplanting ‘Y’ (pronounced as ‘u’) when adopted into other dialects/languages.

(2) In Old Latin, it would have been ‘Hor-os’ as well.

(3) Most likely deriving on Phrygian suffix ‘-I𐰀EN’ (‘-izen’) with very much the same meaning.

(4) here has got to be said that ‘oros’ (boundary) in Hellenic bore a daseian notation so was pronounced as ‘hó.ros,’ almost identical to the name of the Egyptian god.

I guess you may have come across the word ‘autochthon’ (‘αυτόχθων’ pronounced as ‘aftochthon’ in Greek but ‘awtoktun’ earlier in Hellenic) at some point that nowadays carries the sense of someone that is native/indigenous and has always lived at a certain place (through one’s lineage).

Nonetheless, the genuine meaning of the word is considerably different and is quite intriguing, at least to me, as it designates someone that has been born on one’s own out of the earth (hence the first component ‘auto-‘ that means ‘oneself’ and the second of ‘-chthon’ that means ‘ground, earth’).

In all instances related in mythology, those regarded/described as autochthones came from seeds (such as human semen, dragon teeth etc) that were either deliberately sown into or accidentally fell on the ground at a certain place.

They weren’t delivered in the conventional, ‘natural’ way by a mother, that is, whilst it is thought-provoking that most, if not all, appear to teach and introduce arts and practices unknown to the people they rule, or even organise them altogether, as if they had come with advanced knowledge from somewhere else.

Characteristic instances of autochthones, born on their own out of the earth that is, in mythology are Pelasgus (of Arcadia), Cecrops (image), Amphictyon, Oguges and Cranaus among others.

The designation of ‘autochthon’ for a legendary character associated with a particular city-state or region doesn’t necessarily follow that one was born out of the ground of this land but simply describes the way one came into being.

It is most likely Phrygian a word in origin, where legendary Corybantes (or Khurrites) were born out of the slopes of a mountain, as both its components definitely suggest.

Hence, the first component ‘αυτό(ς)-)’ (auto-) in Hellenic comes the identical Phrygian ‘ΑΥΤΟΣ’ (both pronounced the same as ‘awt’os’), developing from an early form of ‘ΑϝΤΟΣ’ (‘awt’os’), that carries the very same sense while the second of ‘-χθων’ (-chthon) derives from also Phrygian ‘ΚΤΟΝ’ with the same voicing (‘ktun’) and effect as ‘ground, earth.’

The modern, altered, meaning of the word is very likely associated with its application by the ancient Athenians at the acme of their power following the Persian Wars (fifth century BC), as they come to display even intense nationalism and arrogance.

Thereby, as ‘autochthones’ were regarded all inhabitants that descended from the old families of Athens and were those entitled to have property and land (a right called respectively ‘autochthonia’).

Φαντάζομαι ότι όλοι, λίγο-πολύ, θα έχετε συναντήσει κάπου τη λέξη ‘αυτόχθων’ που, στις μέρες μας, χαρακτηρίζει κάποιον που είναι γηγενής/ιθαγενής και ζει/κατοικεί (μέσω των προγόνων του) για πάντα/ανέκαθεν σε ένα συγκεκριμένο μέρος.

Ωστόσο, η αυθεντική σημασία της λέξης είναι σημαντικά διαφορετική και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, τουλάχιστον για μένα, καθώς δηλώνει αντιθέτως κάποιον που έχει γεννηθεί από μόνος του ο ίδιος από τη γη (γι αυτό το πρώτο συνθετικό ‘αυτο-‘ που σημαίνει ‘ο ίδιος’ και το δεύτερο ‘-χθων’ που σημαίνει ‘έδαφος, γη’).

Σε όλες τις περιπτώσεις που περιγράφονται στη μυθολογία, οι φερόμενοι αυτόχθονες προέκυψαν από σπόρους (όπως ανθρώπινο σπέρμα, δόντια δράκων κτλ) που είτε εσκεμμένα σπάρθηκαν ή τυχαία έπεσαν στο έδαφος ενός συγκεκριμένου μέρους.

Δεν γεννήθηκαν δηλαδή με την αποδεκτά ‘φυσιολογική’ πορεία από κάποια μητέρα ενώ ενδιαφέρον είναι ότι οι περισσότεροι φέρονται να διδάσκουν και εισάγουν τέχνες και πρακτικές που είναι άγνωστες στους ανθρώπους που κυβερνούν, ή και να τους οργανώνουν, σαν να έχουν έρθει με προηγμένη γνώση από άλλα μέρη δηλαδή.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτοχθόνων, που έχουν γεννηθεί οι ίδιοι από τη γη δηλαδή, στη μυθολογία είναι ο Πελασγός (της Αρκαδίας), ο Κέκροψ (εικόνα), ο Αμφικτύων, ο Ωγύγης και ο Κραναός ανάμεσα σε άλλους.

Ο χαρακτηρισμός ‘αυτόχθων’ για κάποιο μυθικό πρόσωπο που συνδέεται με μια πόλη-κράτος ή περιοχή δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι έχει γεννηθεί στο έδαφος αυτής, απλά περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ήρθε στον κόσμο.

Η λέξη είναι σίγουρα Φρυγική σε καταγωγή, όπου οι μυθικοί Κορύβαντες (ή Κουρήτες) προέκυψαν από τις πλαγιές ενός βουνού, όπως συνιστούν και τα δύο συνθετικά της.

Όπου το πρώτο συνθετικό ‘αυτό(ς)-‘ προέρχεται από το πανομοιότυπο Φρυγικό ‘ΑΥΤΟΣ’ (προφορά ως ‘αουτός’ και για τα δύο), με αρχική μορφή ως ‘ΑϝΤΟΣ’ (αγτός), με την ίδια ακριβώς σημασία και το ‘-χθων’ από το Φρυγικό ‘ΚΤΟΝ’ με την ίδια προφορά (‘κτουν’) αλλά και σημασία ως ‘έδαφος, γη.’

Η σημερινή, παραποιημένη, σημασία της λέξης έχει μάλλον να κάνει με τη χρήση της από τους Αθηναίους στην ακμή της πόλης-κράτους μετά τους Περσικούς Πολέμους (5ος αιώνας π.Χ.), οι οποίοι αναπτύσσουν μάλιστα ένα έντονο εθνικισμό και αλαζονεία. Έτσι, ως ‘αυτόχθονες’ χαρακτηρίζονταν όλοι οι κάτοικοι που προέρχονταν από τις παλιές οικογένειες της Αθήνας και που ήταν αυτοί που είχαν δικαιώματα περιουσίας και γης (που ονομάζονταν στο σύνολό τους αντίστοιχα ‘αυτοχθονία’).

Μιας και η Κυριακή αποτελεί την ουσιαστική ‘κορύφωση’ και ‘άξονα’ της ελληνικής εβδομάδας, ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στο τι σημαίνει το όνομα της μέρας και από που προέρχεται το όνομα αυτό.

Η Κυριακή είναι μια μέρα που εμφανίστηκε ως όνομα στην Κοινή, η οποία ήταν μια γλώσσα επαφής, και κατά τους χριστιανικούς χρόνους η οποία σημαίνει ‘Αφιερωμένη (μέρα) στον Κύριο (Θεό)’ ως ‘Κυρι-ακή,’ η θηλυκή μορφή του ‘κυρι-ακός’ με την ίδια έννοια.

Δεν ήταν, ωστόσο, ελληνική μέρα και δεν υπήρχε στα ελληνικά (αρχαία) ημερολόγια ενώ είναι απίθανο και να την υιοθέτησαν αργότερα δεδομένου ότι δεν συγκινήθηκαν ιδιαίτερα από τον χριστιανισμό και συνέχισαν να λατρεύουν τους αρχαίους θεούς.

Και γι αυτό το όνομα ‘Έληνας’(1) (Κοινή, ‘Χελένος’ στα ελληνικά) πήρε τη σημασία του ‘ειδωλολάτρης’ κατά την χριστιανική εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας(2).

Η έννοια της ημέρας πηγάζει στο ‘κύριος’ το οποίο προέρχεται από το αρχαίο περσικό Κύρος (Cyrus), πιστεύω θα θυμόσαστε τον Κύρο τον Μέγα, που για τους Πέρσες ήταν και προφερόταν ωστόσο Κūr-uš (κούρους, με ουρανικό ‘s’), που στα ιρανo-πέρσικα εμφανίστηκε και ως Kūr-os (κούρος) πολύ αργότερα.

Η ρίζα του ήταν το αρχαίο περσικό ‘Khur-,’ ή εναλλακτικά και ‘Khor-,’ που σημαίνει ‘ήλιος’ αλλά επίσης μπορεί να σημαίνει και ‘νέος/α’ όπου το όνομα αλλά και η αντίστοιχη λέξη στα ελληνικά αποδιδόταν ως ‘Κούρ-ος’ (‘Κόρ-ε’ για μια νέα) με τις ίδιες σημασίες.

Άλλωστε, το ‘υ’ προφερόταν ως ‘ου’ από τους Έληνες ούτως ή άλλως και το ‘-ος’ είναι μια κατάληξη που επίσης κληρονομήθηκε στις διαλέκτους τους, όπως και στην Παλαιά Λατινική(3), από την Φρυγική και τις Λούβιες γλώσσες.

Αλλά οι Έληνες, ή Χελένοι πιο σωστά, το κληρονόμησαν ακριβώς ουσιαστικά με την ίδια μορφή πολύ νωρίτερα από το προ-ελληνικό ‘kūrós’ (κουρος, ίσως και με ισοτονισμένες συλλαβές) που ήρθε τόσο από τους Hurrians όσο και τους Φρύγες και άλλους πολυάριχθμους Ανατολίτες που εγκαταστάθηκαν στο χώρο της σημερινής Ελλάδας τη δεύτερη χιλιετερίδα π.Χ.

Η ρίζα του ονόματος βρίσκεται στα Khurri (Κούροι) ή Khurrite(s) (Κουρήτες) που ήταν άλλα ονόματα (όπως και Hurri ή Churri) για τους Hurrians, ένα πανάρχαιο λαό που εμφανίστηκε στη Μεσοποταμία και εξαπλώθηκε στo Λεβάντε και την Ανατολία ενώ πέρασαν σε μεγάλους αριθμούς και άφησαν αισθητή τη ‘στάμπα’ τους στην δεύτερη εποχή της λεγόμενης ‘Μινωϊκής’ Κρήτης – αλλά και άλλες περιοχές της σημερινής Ελλάδας όπως η Αιτωλία.

Το πρώτο συστατικό του ονόματός τους ‘Khur-,’ εναλλακτικά επίσης και ‘Khor-,’ επίσης σημαίνει ‘ήλιος’ ή και ‘νέος/α’ και πολύ πιθανώς αποτελεί την πηγή και του αντίστοιχου πέρσικου καθώς οι Πέρσες εμφανίστηκαν αρκετά αργότερα στην ίδια ουσιαστικά περιοχή ενώ και η γλώσσα τους δείχνει αρκετά κοινά στοιχεία.

Από τις τάξεις των Khurri ή Khurrite δείχνουν πολύ πιθανό να ξεπήδησαν αργότερα και οι Φρύγες επίσης.

Και γυρνώντας στην Κυρ-ιακή, η ουσιαστική και βαθύτερη σημασία του ονόματος είναι ‘Μέρα του Ήλιου,’ κατά συνέπεια, δεδομένου μάλιστα ότι οι αρχικοί χριστιανοί δείχνουν να ταύτιζαν τον Ιησού με τον Ήλιο και δείχνουν να τον λάτρευαν ως θεό τον ίδιο.

****************************************************************************************************

(1) Η μορφή ‘Έλληνας’ με ‘-λλ-‘ δείχνει να είναι μια πολύ κατοπινή, ίσως και σχετικά πρόσφατη, γλωσσική εξέλιξη όπως αντίστοιχα και τα παράγωγα ‘ελληνικός,’ ‘ελληνική’ και ‘ελληνικό.’

Για λόγους εξοικείωσης, χρησιμοποιώ τη μορφή του μονού ‘-λ-‘ μόνο με το όνομα ‘Έληνας’ και ‘Έληνες’ εδώ.

(2) Συμπεριλαμβανομένης και της λεγόμενης ‘Βυζαντινής,’ που για την ακρίβεια ήταν η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (το ‘Βυζαντινή Αυτοκρατορία’ και ‘Βυζαντινοί’ ήταν κατοπινή επινόηση του Hieronymus Wolf).

(3) Πολύ πιθανή επηροή σε αυτό μπορεί να αποτέλεσε και η πολύ κοντινότερη Ετρουσκική γλώσσα.

I was particularly intrigued to find out, some time ago, that Spanish call Wales as ‘Gales’ which I don’t think actually derives on ancient ‘Wealas,’ a Low German name employed apparently by the West Saxons.

More likely, the name descends from Latin ‘Gallus’ via the Iberian ‘Galo’ for the Gauls (ancient equivalent to nowadays Celts). Or, alternatively, it came via the latter’s synonym ‘gaulês’ of the same meaning.

‘Wealas’ (probably meaning ‘foreigners,’ ‘Celts’), on the other hand, did not apply as a name only to what is now Wales but also comprised Cornwall below so apparently described all Brythons (Britons) that dwelt west of the (West) Saxons.

For that matter, they were distinguished between them as Westwealas (West Wealas, Cornwall) and Norðwealas (North Wealas, Wales).

I wonder, yet, whether ‘wealas’ could derive instead on Low German ‘weala’ (wealthy) since some Britons west were quite well off. On the other hand, the Britons settled around Strathclyde in the north were called ‘Stræcledwalas,’ namely without that ‘e.’

Wrapping things up, the modern name ‘Wales’ most likely draws on Norman ‘Waleys,’ or Low German ‘Waliesch’ of the same root, as it appears after the Norman conquest of Britain.

It originally carried the sense of ‘foreigner,’ ‘non-German’ or ‘Romance speaker’ but probably expanded later over the Celts too.

After all, Welsh is a (Brythonic) Celtic language, which fell under the Gallic ones, where ‘Waleys’ referred to the Gauls itself and is of German origin.

Generally, the word ‘angel’ is held as coming via the Old English ‘engel’* from the Old French (Frankish) ‘angele’ and the latter in turn from Latin ‘angelus’ and that in its own turn from ‘angelos’ in Koine (Common, the long ancestor of modern Greek).

Although there is a possibility that the Latin word appeared earlier in time but I will elaborate on that on a different occasion. In fact, prominent Dutch linguist Robert S. P. Beekes suggested a potential Oriental loan in ‘angelos’ and he could as well be right.

Nevertheless, that suffix ‘-el’ at the end of ‘angel,’ the Latin and Koine forms with the addition of ‘-us’ and ‘-os’ respectively, leads me to speculate a potential Hebrew/Aramaic root as it appears more or less in the names of all archangels**.

Hence the names of Micha-El (‘Who is like El?,’ a rhetorical question), Gabri-El (‘El is strong’) and Rapha-El (‘El heals’), where El is none else than the chief god in the polytheistic system of Israelites and Judeans in the second millennium BC.

Thereby also the name Isra-El (‘the people of El’) since El doubles as the ‘God’ that appears over the best part of the Old Testament before he was merged with the imported deity of Yahweh, who eventually prevailed to shape the ‘God’ that appears in the later Old and the New Testament.

Since ‘angel’ effectively seems to mean ‘messenger,’ the first component ‘ang-‘ could quite likely come from Persian ‘ang-arā’ (message, letter) which in turn derives on Aramaic ‘eng-arā’ with the same meaning.

On top of that, there was a word ‘ang-aros’ that particularly meant ‘Persian mounted courier (horseback)’ which was apparently a loan from Persian.

Therefore, ‘ang-el’ most likely has a deep Aramaic origin and simply means ‘messenger of El.’

=================================================================

* More likely, though, from Old Frisian ‘Engel.’

** By extension, Uri-El means ‘El is (source of) light’ (that ‘Uri-‘ probably of Hurrian or even deeper Sumerian/Akkadian origin), Sam(m)a-El probably means ‘Venom (Dark side?) of El’ and Jophi-El means ‘Beauty of El.’

The name Algebra comes from the Arabic al-jabr (Romanized form) that means something like ‘reunion of broken parts’ out of great Persian polymath Muhammad ibn Musa al-Khwarizmi’s (c.780-850 AD) work titled “The Science of Restoring and Balancing.”

Νομίζω ότι είναι ώρα να ξεκαθαρίσουμε την διαφορά μεταξύ των εννοιών του εξωνύμου και του ενδωνύμου που θα αποδειχθεί χρήσιμο καθώς βαδίζουμε τα διάφορα μονοπάτια της ιστορίας.

Εξώνυμο, από την μία πλευρά,  είναι ένα κοινό εξωτερικό όνομα που χρησιμοποιείται σε αναφορά με ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό μέρος/περιοχή ή σύνολο ανθρώπων, ίσως ακόμη και μια γλώσσα/διάλεκτο, μόνο έξω από τα όριά του και όχι από το σύνολο των ανθρώπων που αφορά.

Ενδώνυμο, από την άλλη πλευρά, είναι ένα κοινό εσωτερικό όνομα που χρησιμοποιείται σε αναφορά με ένα γεωγραφικό μέρος/περιοχή ή σύνολο ανθρώπων, ίσως μια γλώσσα/διάλεκτο επίσης, εντός των ορίων του από το σύνολο των ανθρώπων που αφορά αλλά όχι από άλλους.

Συνεπώς, το όνομα ‘Γερμανία’ που χρησιμοποιούμε είναι εξώνυμο για την συγκεκριμένη κεντρο-ευρωπαϊκή χώρα καθώς οι κάτοικοί της την αποκαλούν Deutschland, ένα ενδώνυμο (δεν χρησιμοποιείται από άλλους – εκτός ίσως από άλλους γερμανόφωνους).

Ένα άλλο παράδειγμα είναι το εξώνυμο ΄’Greece’ (Γραικία), όπως αποκαλείται λίγο πολύ γύρω στον κόσμο, και το ενδώνυμο ‘Ελλάς’ που χρησιμοποιούν γι αυτή οι κάτοικοί της (επίσης και οι Κύπριοι).

Προσέξτε, τα εξώνυμα και ενδώνυμα μιας γεωγραφικής περιοχής, ενός συνόλου ανθρώπων ή μιας γλώσσας/διαλέκτου δεν είναι απαραίτητα συνώνυμα, όπως τείνουμε να νομίζουμε, και αντιθέτως μπορεί να φέρουν σημαντικά διαφορετικές σημασίες.

Ποιο είναι το πιο κατάλληλο/σωστό? Κάποιες φορές δεν είναι εύκολο να διακριθεί αλλά πολλές φορές εξαρτάται από την περίπτωση. Μην νιώσετε έκπληξη ότι πολλές φορές τα εξώνυμα που μπορεί να χρησιμοποιούνται μπορεί να είναι πιο σωστά από τα αντίστοιχα ενδώνυμα για μια οντότητα.