Category: Levant


Όπως ανέφερα σε πρόσφατο post μου, το όνομα του Ίον (μάλλον ‘Γιον’ σε πρώιμη μορφή) από τον οποίο πήραν το όνομά τους οι Ίονες (ή πιο σωστά Ιόνες), οι πρώην Αιγιαλείς Πελασγοί, είναι σημιτικό με ρίζα το ‘Ιό-‘ (‘Yoḥ-‘)* ως προς τη σημασία του ‘αφέντης, κύριος, άρχοντας.’

Η Θάλασσα της Γαλιλαίας ή Γεννησαρέτ

Η ίδια ακριβώς λεξική ρίζα στην αρχή εμφανίζεται μάλιστα και σε μερικά σημαντικά σημιτικά ονόματα όπως για παράδειγμα το Johan(n)an (‘Yōḥānān’) το οποίο αποδίδεται σε γνωστά αντίστοιχα ‘δυτικά’ ονόματα ως Ιωάννης, Giovanni, John, Johan(n) και Johannes μεταξύ άλλων.

Το όνομα αναλύεται ως ‘Yο-ḥa’nan’ (σε κάποιες σημιτικές/εβραϊκές διαλέκτους τονισμένο αντιθέτως ως ‘Yο-‘ḥanan’) που αποδίδεται ως ‘Ο Άρχοντας/Κύριος (‘Yoḥ-‘) είναι φιλεύσπλαχνος (‘-ḥa’nan’), όπου το πρώτο συστατικό (εναλλακτικά και ‘Yeḥ-’) αποτελεί μια σύντομη μορφή του θεού Yahweh (ή Yehovah).

Ωστόσο, το όνομα εμφανίζεται παλαιότερα και ως Yeho-cha’nan ή Yo-cha’nan όπου ‘cha-‘nan’ (‘κ(χ)α-νάν’) μπορεί να σημαίνει επίσης ‘βασιλεύει, κυριαρχεί’ από το ρήμα ‘k(h)ana’ που έχει τη σημασία ‘κυριαρχώ, κατέχω, υποτάσσω’ ως προς την απόδοση ‘Ο Yoḥ (Άρχοντας) βασιλεύει/κυριαρχεί’ κατά την άποψή μου.

Ο Yahweh (ίσως και Yohweh) ή Yehovah (Ιεχωβά στη γλώσσα μας) ήταν ένας πολεμικός και καιρικός θεός που οι Ισραηλίτες και Ιουδαίοι υιοθέτησαν στο πολυθεϊστικό τους σύστημα μέσω των Βεδουίνων κατά τον 14ο αιώνα περίπου π.Χ. πριν αργότερα ‘συγχωνεύσουν’ με τον κύριο θεό τους El γύρω στον 10ο ή 9ο αιώνα π.Χ. και τελικά επικρατήσει ο ίδιος σαν μόνος θεός τους από τον 6ο αιώνα π.Χ.

Και όπως μπορεί να καταλάβατε, ο Yahweh ή Yehovah είναι ο θεός που γνωρίζουμε ως… ‘Θεός’ στη χριστιανική θρησκεία, όπου το τελευταίο δεν είναι τίποτα άλλο από ένα επίθετό του (όπως και ‘Κύριος’). Ενδεχομένως, πάντως, το όνομά του να είναι ουσιαστικά ‘Yoḥ’ ή/και ‘Yeḥ’ με το Yahweh ή Yehovah να αποτελεί μια ‘προέκταση’ με τη σημασία ‘Ο Άρχοντας υπάρχει.’

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και το όνομα Canaan (λατινικά), Καναάν (ελληνικά) ή Χαναάν (Κοινή), ανάμεσα σε διάφορες παραλλαγές, έχει την ίδια ρίζα με το δεύτερο συστατικό (‘-chanan’) και πολύ πιθανώς σημαίνει ‘κατεχόμενη/δική μας γη’ ή ‘πεδινές περιοχές’ (που βρίσκονται χαμηλά).

Από τα παραπάνω έτσι προκύπτει, με δεδομένη τη ‘βραχύτητα’ του ‘ο,’ ότι το Ιωάννης (όπως και το Ιωάννα) λανθασμένα αποδίδεται με ‘ω’ και κανονικά θα έπρεπε να γράφεται με ‘ο’ ως Ιο-άννης (και Ιο-άννα αντίστοιχα), μια μορφή που υπάρχει.

Η ίδια ρίζα ‘Yoḥ-‘ ή ‘Yeḥ-‘ εμφανίζεται επίσης και στο όνομα Yo-shua ή Ye-shua (Yeshu/Yešu, με ουρανικό ‘σ,’ στα Αραμαϊκά) που δεν είναι άλλο από το (Βιβλικό) σημιτικό όνομα του Ιησού με τη σημασία ‘Ο Άρχοντας (Yoḥ/Yeḥ) σώζει’ σε αναφορά με το θεό Yahweh.

Η ηχητική απόδοση του Ιησούς ως ‘Ι-ι-σούς’ στη γλώσσα μας οφείλεται στην Κοινή και προφανώς προέρχεται από μια προγενέστερη μορφή του ονόματος όπου το ‘η’ προφερόταν ως (μακρό) ‘ε,’ πιο κοντά στη σημιτική του απόδοση, όπως θα ήταν στις ελληνικές ή φρυγικές διαλέκτους.

****************************************************************************************************

* Το ‘ḥ’ είναι είτε άφωνο ή έχει ένα ήχο κοντά στο ‘κ.’

Let’s look a little at the names of some prominent archangels that appear in the theology of Christianity, Judaism and Islam:

Micha-El: means ‘Who is like El?’ (rhetorical question), from Hebrew/Aramaic ‘Mikha’el’ (/mîḵāʾēl/).

Gabri-El: means ‘El is powerful,’ from Hebrew/Aramaic ‘Gabri’el’ /gaḇrīʾḗl/.

Rapha-El: means ‘El heals,’ from Hebrew/Aramaic Rap(h)a’el ‘ (/rāp̄ā ḗl/).

Uri-El: means ‘El is (the source of) light,’ from Hebrew/Aramaic ‘Uri’el’ (/ʾūrīʾēl/) – that first component of ‘ur-,’ with the same pronunciation, suggests Hurrian and even earlier Akkadian/Sumerian origin.

Sam(m)a-El: probably means ‘Venom (Dark side?) of El,’ from Hebrew/Aramaic ‘Sam(m)a’el’ (/sammāʾēl/).

Jophi-El: means ‘Beauty (wisdom?) of El,’ from Hebrew/Aramaic ‘Yop(h)i’el (/yōp̄īʾēl/).

Azra-El: means ‘Assistant of El,’ from Aramaic ‘Azar’el’ (/ăzarʾēl/).

Of course, as I have already mentioned before, ‘ang-El’ means ‘Messenger of El’ where El was the chief god of the polytheistic system of Judeans and Israelites through the second millennium and up to around tenth century BC.

Η πορφύρα ήταν η περίφημη και περιζήτητη σε όλη τη Μεσόγειο βαθυκόκκινη-μωβ φυσική βαφή που παρήγαγαν και εμπορευόντουσαν, σε επίπεδο μονοπωλίου, οι Φοίνικες αλλά και Καναανίτες γενικότερα στην περιοχή του Λεβάντε (Μέση Ανατολή) από τα βάθη της αρχαιότητας.

Η χρήση της, μάλιστα, πιθανώς ξεκίνησε από τους Φοίνικες τουλάχιστον από το πρώτο μισό του 16ου αιώνα π.Χ. και το ίδιο τους το όνομα, που είναι βασικά εξώνυμο (δεν το χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι άλλα άλλοι σε αναφορά με αυτούς), φαίνεται να προέρχεται από αυτή, με τη Φοινίκη μάλλον να σημαίνει ‘Χώρα του Πορφυρού.’

Τη χρωστική ουσία για τη βαφή αυτή παρήγαγαν διάφορα είδη θαλάσσιων σαλιγκαριών της οικογένειας Muricidae, γνωστή επίσης από πολύ παλιά ως Murex, και η εξαγωγή της ήταν ιδιαίτερα απαιτητική καθώς χρειαζόντουσαν δεκάδες χιλιάδες από αυτά αλλά και πολύς χρόνος όπως και ιδιαίτερα απαιτητική κατεργασία, που μόνο οι Φοίνικες γνώριζαν, για να αποκομιστεί και σε ικανοποιητικές ποσότητες.

Σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι δεν ξεθώριαζε αλλά αντιθέτως γινόταν πιο λαμπερή με την αλλοίωση και το φως του ήλιου, η βαφή αυτή έγινε γρήγορα εξαιρετικά ακριβή αλλά και είδος πολυτελείας που μόνο βασιλείς, αυτοκράτορες και ευγενείς μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά ενώ τα ίδια τα ενδύματα που ήταν βαμμένα με αυτή ήταν σύμβολα δύναμης και εξουσίας.

Γι αυτό και εκτός από Πορφυρό της Τύρου (Tyrian Purple), δεδομένου ότι η Τύρος αποτελούσε τον ‘πυρήνα’ της παραγωγής της, η βαφή αυτή έγινε γνωστή και ως βασιλικό πορφυρό ή αυτοκρατορική βαφή ενώ το μονοπώλιό της αποτέλεσε πηγή πλούτου για τους Φοίνικες που έγιναν μια εμπορική υπερδύναμη της εποχής για αιώνες.

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ‘πορφύρα’ δεν ονομαζόταν μόνο η βαφή αλλά και τα σαλιγκάρια που την παρήγαγαν καθώς και τα ενδύματα που ήταν βαμμένα σε αυτή στο σύνολό τους.

Αν και η λέξη ‘πορφύρα’ αποδίδεται ως ελληνική, η αλήθεια είναι ότι δεν έχει ελληνική ετυμολογία κάτι που σημαίνει ότι έχει έρθει από αλλού και θα έλεγα ότι είναι ξεκάθαρο, όπως και για την αντίστοιχη λατινική ονομασία ‘purpura,’ ότι αντιπροσωπεύοντας ένα καθαρά εισαγόμενο προϊόν και έννοια αυτή απλά αποτελεί προσαρμογή του ονόματος από τη χώρα στην οποία παραγόταν, τη Φοινίκη.

Μάλιστα, παρουσιάζει την ίδια δομή με το όνομα/λέξη ‘Γέφυρα’ (η πανάρχαια ονομασία της Τανάγρας) που έδειξα πριν από μερικούς μήνες σε άλλο post ότι είναι Φοινικική/Σημιτική σε μια (ηχητική) μορφή ως ‘ge-`p(h)ur,’ όπου το ‘ge-‘ δηλώνει ‘σύνδεσμος/πέρασμα’ ενώ το ‘-p(h)ur’ σημαίνει ‘περιοχή,’ κάτι που αντανακλάται στην προφορά ως πιθανώς ‘Γκε-πούρ-α’ στα αρχαία ελληνικά.

Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξα από το παρόμοιο όνομα της πόλης Ge-shur, που χαρακτήριζε και ένα μικρό βασίλειο γύρω της ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαιάς, που επίσης σημαίνει ‘γέφυρα/πέρασμα’ και δεδομένου ότι ‘shur’ σημαίνει ‘φρούριο/οχυρωμένη πόλη’ (παρεπιπτόντως η σημιτική προφορά του ονόματος της Τύρου) το πρώτο συνθετικό ‘ge-‘ υποδηλώνει την ιδιότητά της ως ‘σύνδεσμο/γέφυρα.’

Να σημειωθεί ότι το ‘γέφυρα’ είχε πολύ ευρύτερη σημασία στην αρχαιότητα και χαρακτήριζε κάθε μέσο/περιοχή που συνέδεε δύο μέρη, όπως έκαναν και οι δύο πόλεις συνδέοντας περιοχές στην αρχαιότητα.

Κατ’αντιστοιχία, η πορφύρα στα αρχαία ελληνικά θα προφερόταν ως ‘πορ-πούρ-α’ που αντανακλά μια σημιτική (ηχητική) μορφή ως ‘por-`p(h)ur’ το οποίο εμφανίζει και πάλι το συνθετικό ‘-p(h)ur-‘ στην ίδια θέση σημαίνοντας ‘περιοχή’ με το πρώτο ‘por-‘ να παρέχει τον χαρακτηρισμό ‘κόκκινωπό/βαθυκόκκινο’ προς τη σημασία ‘βαθυκόκκινη περιοχή’ για τη λέξη.

Κάτι που αντανακλάται και στην λατινική μορφή ‘pur-pur-a’ καθώς ‘pur’ στα σημιτικά σήμαινε ‘φλόγα’ αλλά και ‘βαθυκόκκινο’ ενώ ο Φίλων της Αλεξάνδρειας, ένας Εβραίος φιλόσοφος του 1ου αιώνα π.Χ., κάνει λόγο για ένα Φοινικικό θεό της φωτιάς με το όνομα αυτό (Pur, που σημαίνει ‘φλόγα’) ως μια πρόσθετη απόδειξη για τη σημασία της λέξης/συνθετικού.

Τα πρώτα συνθετικά ‘pur-‘ και ‘por-‘ στην λατινική και ελληνική μορφή, και με το αντίστοιχο ιταλικό να είναι ‘por-por-a,’ επίσης αντανακλούν την κλασσική ανταλλαγή του ‘-ο-‘ και ‘-ου’ ως ήχου σε συλλαβές είτε σε ινδο-ευρωπαϊκές ή σημιτικές γλώσσες στην Εγγύς Ανατολή – όπως το ‘Khur-‘ ή ‘Khor-‘ που σημαίνει ‘ήλιος’ ή ‘νέος/γιος’ στο Khur-ri ή Khur-rite (Κούροι ή Κουρήτε(ς)) για τους Hurrians – θα πρέπει να πούμε.

Τέλος, μια επιπλέον απόδειξη για την ερμηνεία μου ως ‘βαθυκόκκιινη περιοχή’ για το ‘πορφύρα’ αποτελεί και η δερματική πάθηση που φέρει αυτό το όνομα και χαρακτηρίζεται από βαθυκόκκινες και μωβ κυρίως κηλίδες που εμφανίζονται στο δέρμα, ιδίως στα πόδια και τους γλουτούς.

Βέβαια, ένα ερώτημα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι αν το ‘πυρ,’ που προφερόταν ως ‘πουρ’ από τους Έλληνες (όπως ήταν και στη Φοινικική γλώσσα δηλαδή), είναι όντως ινδο-ευρωπαϊκή (όπως θεωρείται) ή αντιθέτως σημιτική λέξη σε προέλευση.

Οι Έλληνες έδειχναν πάντως να θεωρούν ότι ήταν Φρυγική, με την ίδια ακριβώς ορθογραφία και προφορά, αλλά οι Φρύγες ενδέχεται να την πήραν από τους Φοίνικες όπως και το αλφάβητο στο οποίο βάσισαν το δικό τους.

Και, από την άλλη πλευρά, σε πολλές περιοχές όπως η Αττική, η Βοιωτία, η Εύβοια, η Κρήτη και πολλά νησιά του Αιγαίου υπήρχε έντονη παρουσία των Φοινίκων επί αιώνες που σίγουρα άφησε μια ‘γλωσσική κληρονομιά’ που πολλές φορές είναι εμφανής.

Petra Theatre (Jordan)

Petra Theatre is a Roman-styled theatre mostly carved out of solid rock, the only known of its kind, by the Nabataeans during the reign of Aretas IV in the first half of the first century AD, located roughly 600m off the centre of Petra itself.

The Nabataeans or Nabateans were an Arab peoples that dwelt in northern Arabia as well as the southern reaches of the Levant and rose as a kingdom and a distinct culture between the fourth, when they settled in these parts, and second century BC.

Petra, carrying the name of Raqmu (‘Colourful’) at the time, became the capital and the hub of the caravan trade of the Nabateans that flourished particularly in the first century AD when the likes of Al-Khazneh (the ‘Treasury’) were fashioned and reached a population of about 20000 people.

The auditorium of the theatre comprises three sections separated by passageways as well as seven stairways evenly spread around that could entertain a good 4000 spectators.

While mostly cut out of rock at the foot of the High Place of Sacrifice, the scene and the outer wall were instead constructed and thoroughly refurbished by the Romans when they took over in the area in the early second century AD.

Οι Γεφυραίοι (Gephyraei) είναι ένα Φοινικικό φύλο για το οποίο πολύ λίγα διασώζονται και οι οποίοι αναφέρονται από τον Ηρόδοτο ανάμεσα στους ακόλουθους του Κάδμου, του θρυλικού Φοίνικα ιδρυτή των Θηβών (Βοιωτία) που ήταν γιος του βασιλιά Αγήνορα της Τύρου.

The assassination of Hipparchus by Harmodius and Aristogeiton

Αναφέρεται επίσης ότι κατέλαβαν την περιοχή της Τανάγρας, βορειοανατολική Βοιωτία, και θεωρούνταν οι αρχαιότεροι κάτοικοι (και πιθανότατα οι ιδρυτές) της ομώνυμης πόλης που ονομαζόταν αρχικά Γέφυρα από το όνομά τους.

Θα πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι το Γέφυρα (Κοινή), που θα προφερόταν ως ‘Γκεπούρα’ από τους Έλληνες, όπως και το αντίστοιχο Γεφυραίοι δεν έχει καμία γνωστή ετυμολογία που σημαίνει ότι έχει έρθει από αλλού.

Υπήρχε πάντως η πολύ αρχαία πόλη Geshur, παρόμοιο όνομα, στο Λεβάντε (η πατρίδα των Φοινίκων), που είχε επίσης τη σημασία της ‘γέφυρας,’ πιθανώς ως ‘πέρασμα,’ που ουσιαστικά επιβεβαιώνει τη σημασία αλλά και τη σημιτική ρίζα του ονόματος.

Δεδομένου ότι ‘shur’ σημαίνει κάτι σαν ‘φρούριο’ ή ‘οχυρωμένη πόλη,’ αυτό το πρόθεμα ‘ge-‘ της αποδίδει την έννοια του ‘περάσματος’ (έστεκε σε μια ερημική περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας) οπότε κατά τον ίδιο τρόπο το ‘-φυρ-‘ (Γέφυρα), προφανώς ‘p(h)ur’ στα σημιτικά, θα είχε κάποια έννοια ως ‘πόλη/περιοχή’ και το όνομα (Gephur) θα σήμαινε ‘πόλη/περιοχή-πέρασμα/σύνδεσμος.’

Αργότερα, φαίνεται ότι ή εκδιώχθηκαν ή πολλοί από αυτούς μετακινήθηκαν νότια και εγκαταστάθηκαν στην Αττική στην δυτική όχθη του Κηφισσού, κάτι που λογικά έγινε αιώνες αργότερα (η Αθήνα εμφανίζεται σαν πόλη στο δεύτερο μισό της δεύτερης χιλιετερίδας π.Χ.) δεδομένης της εποχής της άφιξης του Κάδμου στην περιοχή, όπου διατήρησαν το όνομά τους.

Και λέω ότι πολλοί από αυτούς μπορεί να μετακινήθηκαν επειδή ο Στράβωνας, που έζησε πολύ αργότερα στον πρώτο αιώνα π..Χ., αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Τανάγρας ονομαζόντουσαν και Γεφυραίοι ακόμη και στην εποχή του.

Εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι το πρόθεμα ‘Ταν-‘ δείχνει επίσης φοινικικό καθώς εμφανίζεται στό όνομα της θεάς Tan-it ή Tan-ith που συνδέεται με την Astarte, το αντίστοιχο της Ishtar (από όπου προέρχεται η Αφροδίτη).

Από την άλλη πλευρά, το ‘-αγρα’ (άγκρα για τους Έλληνες) ή agra στα Λατινικά εναλλακτικά εμφανίζεται και ως ‘-acre’ (πιθανώς χερσόνησος), όπου Acre ή Akka* ήταν πόλη (σε μια ‘αιχμηρή’ χερσόνησο) όπου λατρευόταν ως κύρια θεά στη χώρα των Φοινίκων.

Μάλιστα, γυρνώντας στους Γεφυραίους, οι Αρμόδιος και Αριστογείτων (εραστές μεταξύ τους) που δολοφόνησαν τον τύραννο της Αθήνας Ίππαρχο, αδερφό του Ιππία και γιου του Πεισίστρατου, το 514 π.Χ. ανήκαν σε αυτούς.

Οι ίδιοι (Γεφυραίοι), ή αρκετοί από αυτούς, ισχυρίζονταν ότι προέρχονταν από την Ερέτρια αλλά είναι πολύ πιθανόν ότι και αυτή, όπως και η Χαλκίδα (Καλκίντα στα ελληνικά), που είναι ουσιαστικά γειτονική με την Τανάγρα να ήταν επίσης Φοινικική την ίδια εποχή.

Ερέτρια** φέρεται να σημαίνει ‘πόλη των κωπηλατών’ (αν και δεν είμαι τόσο σίγουρος για αυτή την ερμηνεία) και οι Φοίνικες ήταν θαλασσοκράτορες και πρωτοπόροι, αυτοί που εισήγαγαν τις διήρεις και τριήρεις (πλοία με δύο και τρεις σειρές από κωπηλάτες αντίστοιχα) στο ναυτικό κόσμο.

Περαιτέρω, υπήρχε και αρχαία πόλη με το όνομα Καλκίς στο χώρο του Λίβανου (αλλά δεν έχω βρει πότε ακριβώς ιδρύθηκε, αν αυτό είναι γνωστό).

Υπάρχει μάλιστα και μια αναφορά του Στράβωνα ότι “οι Άραβες (οι ‘μαύροι Σύριοι’ όπως αναφέρει αλλιώς) που ήρθαν μαζί με τον Κάδμο έμειναν πίσω στην Ερέτρια και την Χαλκίδα” (όταν οι Γεφυραίοι μετακινήθηκαν στην Αττική).

________________________________________________________________________________________________________________

*Αν και δεν υπάρχει ετυμολογία διαθέσιμη στο ‘Acre,’ οι Έλληνες την ονόμαζαν ως Ακή (προφορά ‘Ακέ’) από το Akka, με το οποίο εμφανίζεται και σε Αιγυπτιακά ιερογλυφικά (19ος αιώνας) που σημαίνει ότι το όνομα ήταν πολύ παλιό.

To ‘acre’ έχει και την έννοια της υπαίθρου ή πεδιάδας, επίσης, ενώ υπάρχει και το προ-ελληνικό ‘akā́’ με την έννοια του ‘αιχμηρός’ (πιθανώς Λούβιο ή Φρυγικό σε καταγωγή).

Πάντως, το Akka είναι σημιτικό και δείχνει εξαιρετικά όμοιο με το Akkad, την πρωτεύουσα της Ακκαδικής Αυτοκρατορίας στη Μεσοποταμία, οπότε είναι πολύ πιθανώς Ακκάδιο σε καταγωγή, όπως μάλλον είναι και το ‘acre’ επίσης.

Το επίθεμα ‘-it(h)’ δείχνει να σημαίνει ‘θεά’ σε σημιτικά θεώνυμα, όπως και με τη θεά Bel-it, ενώ το ‘Tan-‘ φαίνεται να σχετίζεται με την γονιμότητα και την αγάπη.

Να σημειωθεί επίσης η αρχαία αιγυπτιακή πόλη Τάν-ις, όπως αποδιδόταν στα ελληνικά από το Ταν-ιτ (ίδιο με το όνομα της θεάς), στο ανατολικό δέλτα του Νείλου όπου υπήρχε έντονη παρουσία σημιτικών πληθυσμών.

Συνεπώς, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το ‘Τανάγρα’ μπορεί να είχε μια εναλλακτική μορφή ως ‘Τανάκρα/Τανάκρη’ (‘Τανάκρε’ στα ελληνικά) οπότε να σημαίνει κάτι ως ‘Γόνιμη Χώρα/Γη’ δεδομένου ότι η θεά Tan-it(h) σχετιζόταν με τη γονιμότητα.

Όπως, επιπλέον, μπορούμε και να πούμε ότι τα σημερινά ‘άκρη’ και ‘ακίδα’ ή το αρχαίο ‘ακή’ (‘ακέ’ για τους Έλληνες) πολύ πιθανώς προέρχονται από τους Φοίνικες, που πιθανώς ήρθαν και σε αυτούς από αλλού.

** Το όνομα ‘Ερέτρια’ ήταν κανονικά ‘Ερέτρεια’ που σημαίνει ότι στα ελληνικά θα προφερόταν ‘Ερετρέα’ αντιθέτως.

Και μελετώντας σχετικά έχω κατασταλάξει στο συμπέρασμα ότι η Ερέτρια, ή Ερετρέα καλύτερα, σχετίζεται με την περιοχή που σήμερα ονομάζεται ‘Eritrea’ (‘Ερυθραία’ για εμάς), που φαίνεται ότι σχετιζόταν και με τους Φοίνικες.

Αλλά θα αναφερθώ πιο λεπτομερώς στο θέμα σε ξεχωριστό post.

Siria, Romania

While looking into the etymology of the name of an athlete, promising 19-year-old Adriana Vilagoš (Serbia) in the javelin, I stumbled on something unexpected and quite intriguing some time ago.

To begin with, her surname stands out as of no Serbian origin but actually Hungarian and means something like ‘bright’ or ‘bearing light.’

Yet, moving further, Vilagoš also happens to be the Hungarian name, since once part of the Kingdom of Hungary, of the Romanian commune of Siria, Arad County in western Romania.

Now, what may be special about it? The name ‘Siria’ is actually Asturian/Spanish but can also be found in Irish, potentially also Celtic by implication, and Italian all deriving on the Latin ‘Syria’ that is no other than… Syria!

Which, in turn, means that at some time in history people from Syria came and settled in the area to carry that name. When might that have been?

There seems nothing to be found about that whilst the earliest record of the village/commune surfaces in the 12th century AD, where it appears that it already carried that name then.

Phoenicians, among whom Syrians fell in, definitely settled southern regions of the Black Sea as well as Illyria in deep antiquity but did their presence stretch further up towards central Europe? The name of Siria in western Romania may imply that they might have done.

The picture shows the ruins of the medieval citadel of Siria that was apparently built in the 13th century AD. 

Comments

There are several ancient cities and towns in Anatolia (Minor Asia) and the Levant (Near East) under the name Antioch that were either founded or renamed as such by the Seleucid kings, mainly by the very first among them Seleucus I Nicator (c 358-281 BC).

A general under Alexander (the Great) and eventually a Satrap of the emerging Seleucid Empire in the East, he went on to found Antioch on the Orontes after his father Antioch (Antiochos) on the site of earlier Meroe that served as his capital, nowadays Antakya in southeasternmost Turkey.

Further ancient cities and towns to assume this name were the pictured Antioch of Pisidia in central west Anatolia, Antiochia of the Chrysaorians (Alabanda) in Caria, Antiochia on the Cydnus (Tarsus) and Antiochia ad Pyramum in Cilicia, among others, either by Seleucus himself or those that followed his line such as Antiochus I the Soter, Antiochus II Theos and Antiochus III the Great.

The name Antioch is widely considered a latinised form of Hellenic Antiokhos out of ‘Anti-‘ (αντί, against) and ‘-ekho’ (εχώ, have) meaning ‘resolute, persevering’ but I would say that it doesn’t look like a satisfactory etymological construction and maybe not as a correct rendering either.

Moreover, ‘Antioch’ feels a lot more like of Semitic origin and of similar structure to Enoch, latinised form of Hebrew ‘Hanok’ (Hen-okh in Hellenic), which means something like ‘pertaining/dedicated to knowledge.’

There has got to be said that there were an Athenian tribe called Antioch-eis after a legendary very ancient ancestor of theirs, as was the practice, called Antioch-os, who was a Dryopian himself for that matter.

The Dryopians were actually Leleges in origin and Anatolian speakers that once occupied the region later named Doris in very ancient times. Therefore, the name seems to likely carry an Anatolian origin likewise.

The suffix ‘-os’ is of Anatolian/Luwian origin that was inherited into Hellenic and Old Latin anyway where Anti, meaning ‘opposing, facing,’ was the name in Berber of the Lybian giant that fought Hercules according to the legend, appearing as ‘Antaeus’ in the Hellenic tongues.

Actually, Hercules himself looks to originate in Egypt, the ancient Hellenes identifying him with Egyptian god Khonsu, so ‘anti’ may have well arrived from these parts through the Pelasgians as well as the Phoenicians, who held close ties with the Egyptians.

In which case, Antioch (Antiochos, Antiokhos) would mean ‘pertaining/meant to oppose,’ which fits the nature of Anti/Antaeus, and adds up more.

Wrapping the matter up, the Macedons show many Anatolian elements about them themselves, which I will discuss in a future post, so there should be no surprise for such a name to appear among them.