Category: Hellenistic Period


Φαντάζομαι ότι όλοι γνωρίζετε τι σημαίνει ‘Χημεία’ και τι αυτή αφορά. Άλλωστε, λίγο πολύ όλοι θα έχετε κάνει το αντίστοιχο μάθημα στο σχολείο, αν όχι και παραπέρα.

Από που, λοιπόν, προέρχεται το όνομα της επιστήμης αυτής και πως αναλύεται; Εδώ υπάρχει μια μεγάλη εκπληξη!

Η λέξη ‘Χημεία,’ λοιπόν, προέρχεται και έχει τις βαθιές της ρίζες στο αρχαίο αιγυπτιακό ‘km.t’ που αποδίδεται κοινώς ως ‘κέμ-ετ’ και σήμαινε ‘μαύρη γη’ σε σχέση με το χώμα που αποτίθονταν και κάλυπτε τις πλημμυρικές ζώνες του ποταμού Νείλου κατά την εποχή των ετήσιων πλημμύρων του(1).

Το χώμα αυτό ήταν εξαιρετικά πλούσιο σε στοιχεία που έκανε τις ‘μαύρες’ αυτές ζώνες πολύ εύφορες και συνεπώς θα έδινε την εντύπωση κάποιου είδους ‘μαγείας’ ιδιαίτερα ευπρόσδεκτης για τους αρχαίους Αιγύπτιους ενώ το όνομα επεκτάθηκε για να χαρακτηρίζει τελικά ακόμη και την ίδια τους τη χώρα ως ‘Κέμ-ετ’ (‘Χώρα της Μαύρης Γης’).

Η πρώτη παρουσία της λέξης km.t φαίνεται να γίνεται τόσο παλιά όσο περίπου το 3100 π.Χ. και την Πρώιμη Δυναστική Περίοδο ενώ ως όνομα για την ίδια την χώρα δείχνει να εμφανίζεται κατά την βασιλεία του Mentuhotep II (2060-2009 π..Χ.) της ΧΙ Δυναστείας και μετάβαση από την Πρώτη Ενδιάμεση Περίοδο στο Μέσο Βασίλειο.

Μάλιστα, από ό,τι καταλαβαίνω, το όνομα ακόμη χρησιμοποιείται για την Αίγυπτο σε περιοχές της Μέσης Ανατολής και που αναλύεται σε ‘km’ (κεμ-), που σημαίνει ‘μαύρο/μαυρίλα,’ και το επίθεμα ‘.t’ (-ετ) που δίνει την έννοια της χώρας/περιοχής στο πρώτο, σε μια δομή που δείχνει σημιτική.

Από την άλλη πλευρά, φαίνεται να υπάρχει μια σύγχυση σε ό,τι αφορά την λέξη ‘χημεία,’ με αρκετά ‘δάνεια’ και ‘αντιδάνεια’ μεταξύ γλωσσών και περιοχών μέσα στους αιώνες, για το ποια ακριβώς ήταν η πορεία της διαμόρφωσής της και πότε πρωτοεμφανίστηκε.

Έτσι, σε άλλες πηγές φαίνεται να πρωτοεμφανίζεται στον 4ο αιώνα μ.Χ. σε μια πραγματεία του Ρωμαίου αστρολόγου και συγγραφέα Julius Firmicus Maternus ως ‘chemyia’ ενώ σε άλλες (αλλά λιγότερες) ότι εμφανίστηκε αρχικά γύρω στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. ως ‘χυμεία’ στην Κοινή από το πρωτύτερο αρχαιο-ελληνικό ‘χύμα,’ με το τελευταίο ως συμφυρμό του ‘Χημία’ (Αίγυπτος) και ‘χημία’ (μαύρη γη).

Ωστόσο, η δεύτερη εκτίμηση δεν δείχνει ιδιαίτερα ‘στέρεη’ για κάποιους σημαντικούς λόγους όπως:

α) η κατάληξη ‘-ία’ στην περίπτωση του ‘Χημία’ (Αίγυπτος, η χώρα) θα ήταν ‘-εία΄ (γη, χώρα) ως προς τη μορφή ‘Χημεία’ και προφορά ‘Κεμέα’ ενώ στο ‘χημία’ (μαύρη γη) η προφορά θα ήταν ‘κέμια’ αντιθέτως (και έτσι θα διακρίνονταν και μεταξύ τους).

β) Το ‘χύμα,’ στα αρχαία ελληνικά προφερόμενο ως ‘κούμα,’ προερχόταν από το προ-ελληνικό ‘k(h)uma’ (δασυνόμενο ‘κ’) που είναι πιθανώς Λούβιο.

γ) To km.t (κέμ-ετ) φαίνεται ότι πολύ παλαιότερα προφερόταν ως ‘κούμ-ατ’ που υποδεικνύει την αντίστοιχη εξέλιξη του πρώτου συνθετικού από ‘χυμ-‘ σε ‘χημ-‘ (προφερόμενα ως ‘κουμ-‘ και ‘κεμ-‘ αντίστοιχα) και όχι το αντίθετο (βλέπε επίσης β παραπάνω).

Θα πρέπει να πούμε ότι φαίνεται ότι υπήρχε αιγυπτιακή λέξη ‘khēmia’ (‘κέμια’)(2) που σήμαινε ‘μετατροπή της γης,’ δεδομένου μάλιστα ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Diocletian αναφέρεται σε αυτή, που δείχνει ότι η καταγωγή της λέξης ‘Χημεία’ μπορεί να είναι απευθείας αιγυπτιακή αλλά με κλίση περισσότερο προς την έννοια της Αλχημείας.

Μάλιστα, η λέξη αλχημεία(3) προέρχεται από το αραβικό ‘al-kīmiyā’ όπου το δεύτερο συστατικό της λέξης προφέρεται όπως και το ‘khēmia’ παραπάνω, υποδεικνύοντας απευθείας αιγυπτιακή καταγωγή, και που αφορά και πάλι το αρχαίο όνομα της Αιγύπτου στην αιγυπτιακή γλώσσα σημαίνοντας ‘Αιγυπτιακή τέχνη’ ή ‘μαύρη τέχνη.’

Το ‘τέχνη’ (art) έχει να κάνει και με τη μαγεία να σημειωθεί επίσης.

Συνεπώς, η Χημεία ήταν βασίλειο πολύ πριν γίνει επιστήμη!

****************************************************************************************************

****************************************************************************************************

(1) Οι πλημμύρες του Νείλου λάμβαναν χώρα μεταξύ Μαϊου και Αυγούστου κατά την εποχή του Akhet (άνοδος των υδάτων, πλημμύρα) ως αποτέλεσμα των ετήσιων μουσώνων που προκαλούσαν μεγάλες κατακρημνίσεις στα Αιθιοπικά υψίπεδα.

(2) Η δομή του ‘khēmia,’ ωστόσο, θα έλεγα ότι συνιστά μάλλον Φοινικική/Καναανίτικη προέλευση αλλά και πάλι ενδεχομένως να εμφανίστηκε μέσα στα όρια της Αιγύπτου δεδομένων των μεγάλων αριθμών από Σημίτες/Καναανίτες που ήταν εγκατεστημένοι στο ανατολικό Δέλτα του Νείλου ήδη από τους πρώτους αιώνες της δεύτερης χιλιετερίδας π.Χ.

(3) Το ‘αλχημεία’ ουσιαστικά αναλύεται αρχικά ως ‘η χημεία’ καθώς το πρόθεμα ‘αλ-‘ δεν είναι τίποτα άλλο από το αντίστοιχο αραβικό οριστικό άρθρο.

Ξεκινώντας, να ξεκαθαρίσουμε κάποιους μύθους που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα και ο πρώτος είναι ότι δεν υπήρχε ποτέ κοινό ελληνικό αλφάβητο αλλά ένας σημαντικός αριθμός από αυτά, με αρκετές και σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, κατ’ αντιστοιχία με την παρουσία αρκετών διαφορετικών διαλέκτων ανάμεσα στους Έλληνες.

Δεύτερον, τα πρώιμα ελληνικά αλφάβητα (όπως χαρακτηρίστηκαν πολύ αργότερα) που είναι τα Λεσβιακά Αιολικά εμφανίζονται δειλά δειλά γύρω στο 760 – 740 π.Χ., τότε χρονολογούνται τα πρώτα γνωστά δείγματα που έχουν βρεθεί, και όχι γύρω στο 800 π.Χ. που είναι μια ακόμη από τις γνωστές σκόπιμες υπερβολές.

Το πιο γνωστό και αυτό που έτυχε μιας ευρύτερης αποδοχής είναι το ‘Ευκλείδειο Αλφάβητο’ (προφερόμενο πιθανώς ως Εουκλεντέο στην Αττική) με Ιωνική προέλευση από την Ανατολή που ουσιαστικά βλέπετε παρακάτω το οποίο εμφανίστηκε μόλις γύρω στο 403 ή 402 π.Χ., μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου δηλαδή, και καθιερώθηκε στην ευρύτερη Αττική και σημαντικό μέρος της Βοιωτίας.

Από εκεί και πέρα, το αλφάβητο αυτό ‘δανείστηκε’ η Κοινή που εμφανίστηκε στην Ανατολία (Μικρά Ασία) κατά τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλέξανδρου ανάμεσα στα όλο και πιο πολυεθνικά στρατεύματά του καθώς προχωρούσε, μια ‘μπάσταρδη’ γλώσσα ‘επαφής,’ και κατά κύριο λόγο ευδοκίμησε και καθιερώθηκε εκεί ενώ μεταξύ άλλων το υιοθέτησαν και προσάρμοσαν στη γλώσσα τους οι Φρύγες(1), αποτελώντας το λεγόμενο ‘Νεο-Φρυγικό’ αλφάβητο γύρω στο 330 π.Χ.

Μεταξύ των ελληνικών διαλέκτων και της Κοινής υπήρχαν μεγάλες διαφορές λεξιλογίου, σύνταξης, γραμματικής, τονισμού, προφοράς και φωνητικής που θα έκαναν τη συννενόηση ουσιαστικά από πολύ δύσκολη έως και αδύνατη μεταξύ ομιλητών από τις δύο πλευρές ενώ οι Έλληνες δεν την αποδέχονταν ως ελληνική και την θεωρούσαν βάρβαρη (ξένη) εξακολουθώντας να μιλούν τις δικές τους διαλέκτους (εκτός από τη χρήση της τελευταίας σε περιπτώσεις διαχειριστικής χρήσης κάτω από την Μακεδονική κυριαρχία).

Αλλά, βασικά, ούτε και η μεγάλη πλειοψηφία των ‘Ευρωπαίων’ Μακεδόνων (στην περιοχή της Μακεδονίας δηλαδή) χρησιμοποιούσε την Κοινή καλά καλά. Μακρινός απόγονος της Κοινής είναι και η δική μας γλώσσα που κανονικά ονομάζεται ‘Ρωμαίικα’ και καταχρηστικά αποκαλείται ‘ελληνική’ γιατί πολύ απλά δεν είναι. Αλλά για την Κοινή όσο και την ‘Νεο-Ελληνική’ θα μιλήσω εκτενέστερα σε μελλοντικά posts μου.

Συνεπώς, το αλφάβητο αυτό τελικά καθιερώθηκε μέσα στην Μακεδονική αυτοκρατορία του Αλέξανδρου και αυτές που πρόεκυψαν μετά το θάνατό του και την διαίρεσή της, που δεν ήταν ελληνική/ές, ως ‘μακεδονικό’ αλλά σε πολλές περιοχές τα τοπικά αλφάβητα και συστήματα γραφής διατηρήθηκαν για εγχώρια χρήση με την Κοινή ως μια ‘διεθνή’ γλώσσα,’ κάτι που φαίνεται στην Αίγυπτο και το Λεβάντε για παράδειγμα.

Τα γράμματα των διαφόρων ελληνικών αλφαβήτων ήταν πάντα όλα κεφαλαία και μπορεί να αριθμούσαν από 21 έως και 26 από αλφάβητο σε αλφάβητο, με το Ευκλείδειο να παρουσιάζει 24, ενώ το κείμενο μπορούσε να γράφεται από δεξιά προς αριστερά (ιδίως σε πρώιμες εποχές), αριστερά προς τα δεξιά αλλά και Βουστροφηδόν (με εναλλακτικό προσαναλισμό γραμμή προς γραμμή), πολύ συχνά και χωρίς κενά μεταξύ των λέξεων.

Τα Λεσβιακά (Αιολικά) αλφάβητα είναι ξεκάθαρο ότι προήλθαν από το Φρυγικό και είναι ουσιαστικά όμοια ενώ οι φρυγικοί ήχοι και προφορά των αντίστοιχων γραμμάτων, διφθόγγων και διγραμμάτων διατηρήθηκε και επεκτάθηκε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου σε όλα τα υπόλοιπα, κάτι που συμβαίνει και με το Ευκλείδειο στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.

Εξετάζοντας λίγο το Ευκλείδειο, έχουν ενδιαφέρον ανάμεσα σε άλλα τα ακόλουθα γράμματα:

A, που μπορούσε να προφέρεται τόσο ως βραχύ όσο και ως μακρό – στην αρχή λέξεων των Λεσβιακών (Αιολικών) διαλέκτων, ωστόσο, προφερόταν ως μακρό ‘ι.’ ως ένα πρόθεμα σε λέξεις που ξεκινούσαν με δίγαμμα (ϝ, wau), το οποίο βαθμιαία χάθηκε.

Έτσι, το ‘Αίολος,’ για παράδειγμα, προφερόταν ως ‘Ίολος.’

Β, που προφερόταν ως ‘μπ.’ Έτσι, το ‘Βήλος’ προφερόταν ως ‘Μπέ(ε)λος’ για παράδειγμα.

Γ, που προφερόταν ως ‘γκ’ εκτός αν ακολουθούσε δεύτερο γ ή κάποιο από τα κ, ξ, χ και μ οπότε ο ήχος του γινόταν ‘ν’ αντιθέτως – για παράδειγμα, το ‘Αγκυρα’ προφερόταν ως ‘ανκούρα.’

Δ, που αποδιδοταν ως ‘ντ.’ Έτσι, για παράδειγμα, το ‘Δήλος’ θα προφερόταν ‘Ντέ(ε)λος.’

ϝ(2) (δίγαμμα, wau), που προφερόταν όπως το αγγλικό ‘w’ και βρισκόταν πάντα στη αρχή λέξεων, ή στην αρχή συνθετικών που ήταν λέξεις ξεκινώντας με αυτό το γράμμα. Βαθμιαία, χάθηκε και κατέληξε αριθμητικό αναπαριστώντας το 6.

Ένα παράδειγμα είναι το Λεσβιακό Αϝέλιος (ήλιος) που έγινε τελικά Αέλιος (προφερόμενο ως Ί(ε)λιος.’

Ζ, που προφερόταν ως ‘ζντ’ (σε κάποιες διαλέκτους ίσως ως ‘ντζ’ ή ‘τσ’). Έτσι, για παράδειγμα, το ‘Ζευς’ προφερόταν ως ‘Ζντέους.’

Η, (έτα) που προφερόταν ως μακρό ‘ε΄ (βλέπε παραπάνω τα ‘Δήλος’ και ‘Βήλος’).

Θ, που προφερόταν ως δασυνόμενο ‘τ.’ Έτσι, το ‘Θηβαι’ προφερόταν ‘Τέ(ε)μπαϊ’ για παράδειγμα.

Ι, που μπορούσε να προφέρεται τόσο ως βραχύ όσο και ως μακρό ‘ι.’

Λ, που έχει ενδιαφέρον ότι ονομαζόταν ‘λάμπντα,’ που είναι Λυδικό.

Ξ, που μπορούσε να εναλλάσεται με το ‘Ζ’ από διάλεκτο σε διάλεκτο και που τα δύο χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για ονόματα, λέξεις ή οντότητες που ήταν άμεσα εισαγώμενες – έτσι δεν είναι τυχαίο ότι το ‘ξένος’ (ή ‘ξείνος’) ξεκινά με ‘ξ.’

Ο, πολύ πιθανώς σε κάποιες διαλέκτους προφερόταν και ως ‘ου.’

Ρ, που κατά κόρο προφερόταν δασυνόμενο, όπως το αγγλικό δίγραμμα ‘rh.’

Σ, το οποίο πριν από β, γ ή μ προφερόταν ως ‘ζ’ αντιθέτως – έτσι το ‘Σμύρνα’ (Σμύρνη) θα προφερόταν ως ‘Ζμούρνα’ (Δωρικό).

Y, που προφερόταν ως βραχύ ή μακρό ‘ου.’ Έτσι, π.χ., το ‘Διόνυσος’ προφερόταν ως Ντιονούσος.’

Φ, που αποδιδόταν ως δασυνόμενο ‘π.’ Έτσι, το ‘Φοίβος’ θα προφερόταν ως ‘Πόιμπος’ αντιθέτως με ότι νομίζουμε εμείς.

Χ, που προφερόταν ως δασυνόμενο ‘κ.’ Έτσι, το ‘Χαλκίς’ θα προφερόταν ‘Καλκίς’ για παράδειγμα.

Ω, για μεγάλο χρονικό διάστημα μόνο στην Ιωνική, όπου δείχνει να προφέρεται είτε ως μακρό ‘ο’ αλλά ακόμη περισσότερο ως ‘ου.’ Έτσι, το ‘Δώρος’ θα προφερόταν ως ‘Ντούρος.’

Ενδιαφέρον έχουν και οι δίφθογγοι που στη συντριπτική τους πλειοψηφία προφέρονται όπως τα δύο φωνήεντα διαδοχικά. Έτσι, το ‘αι’ προφερόταν ως ‘άι’ και το ‘ευ’ ως ‘έου’ με μοναδική ουσιαστικά εξαίρεση το ‘ει’ που προφερόταν ως μακρό ‘ε’ – έτσι, το ‘Δωριείς’ θα προφερόταν ‘Ντουριές.’

Το ίδιο πρότυπο ακολουθούσαν και τα διγράμματα που προφερόντουσαν όπως τα δύο σύμφωνα διαδοχικά, και υπήρχε λογική πίσω από αυτό αφού το ‘συμπαγές ντ’ αποδιδόταν από το Δ και το ‘συμπαγές μπ’ από το Β για παράδειγμα.

Τέλος, να αναφερθώ και στην δάσυνση που αφορά την προφορά ενός ‘χ’ με εκπνοή, όπως στο αγγλικό ‘home,’ σε λέξεις που παλαιότερες μορφές τους έφεραν το ‘σ’ ως αρχικό ήχο σαν το ‘φάντασμα’ του χαμένου γράμματος.

Στην Κλασσική Εποχή, η δάσυνση υποδηλωνόταν από την παρουσία του αριστερού Έμι-Έτα (αριστερό μισό του ‘Η’) ως διακριτικό πριν τελικά επινοηθεί η δασεία από τον Αριστοφάνη του Βυζαντίου προς τα τέλη του 3ου ή αρχές του 2ου αιώνα π.Χ.

Συνεπώς, το ‘Ήλιος’ προφερόταν ‘Χέ(ε)λιος’, το ‘Έλας’ (με ένα λάμδα και όχι ‘Ελλάς,’ τονισμένο στην παραλήγουσα) ως ‘Χέλας,’ το ‘Ελένος’ (και όχι ΄Έλληνας’) ως ‘Χελένος’ και το ”Ελένη’ ως ‘Χελέ(ε):νε(ε):.’

Να σημειωθεί ότι αυτό το δασυνόμενο ‘χ’ προφερόταν παλιότερα, ακόμη και μέσα στον 6ο αιώνα π.Χ., ακόμη και στη μέση μιας λέξης αν το δεύτερο συνθετικό της ήταν λέξη που σε παλαιότερη μορφή ξεκινούσε από ‘σ.’

Η δάσυνση υπήρχε και διατηρήθηκε στην Αττική, τις περισσότερες Ιωνικές καθώς και τις Δωρικές διαλέκτους ενώ χάθηκε σχετικά σύντομα στις Λεσβιακές Αιολικές και τις ενδοχωριακές Ιωνικές της Ανατολίας. Από την άλλη πλευρά, χάθηκε πολύ νωρίς στην Κοινή που δεν ήταν ελληνική ούτως ή άλλως.

Κάτι που φαίνεται και από την επινόηση της δασείας μόλις στα τέλη του 3ου ή αρχές του 2ου αιώνα για το ζήτημα γιατί αν η δάσυνση είχε χαθεί, όπως υποστηρίζουν κάποιοι ιστορικοί, δεν θα υπήρχε λόγος να δημιουργηθεί το αντίστοιχο πνεύμα και να έχει σημαντική γλωσσική διάδοση και εφαρμογή.

Να σημειωθεί ότι και τα άρθρα ‘ο’ και ‘η’ για το αρσενικό και θηλυκό ενός ονόματος δασύνονταν που σημαίνει ότι προφερόντουσαν ως ‘χο’ και χε’ αντίστοιχα (με εκπνοή).

Αντίστοιχα, το δεξιό Έμι-Έτα (το δεξί ήμισυ του ‘Η’) χρησιμοποιούνταν ως διακριτικό για να δηλώσει ‘ψίλωση’ πριν αντικατασταθεί από την ψιλή, επίσης επινόηση του Αριστοφάνη του Βυζαντίου, σε λέξεις που παλαιότερα ξεκινούσαν με δίγαμμα (ϝ), όπως για παράδειγμα το ‘Ίκαρος.’

Και δεν είναι τυχαίο ότι η δασεία και η ψιλή ονομάστηκαν ‘πνεύματα’ δεδομένου ότι αποτελούσαν τα ‘φαντάσματα’ (πνοές) χαμένων γραμμάτων από το παρελθόν.

ΣΣ Ο πίνακας, διαιρεμένος στα δύο, προέρχεται από το Wikipedia.

****************************************************************************************************

(1) Εν τούτοις, στοιχεία δείχνουν ότι το νεο-Φρυγικό αλφάβητο μπορεί αντιθέτως να ήταν απευθείας εξέλιξη του παλαιού.

(2) Το δίγαμμα δεν αποτελούσε μέρος του Ευκλείδειου Αλφάβητου αλλά είναι ένα πολύ ενδιαφέρον γράμμα/σύμβολο από προγενέστερα ελληνικά και πολλά αλφάβητα της Ανατολίας.

There are several ancient cities and towns in Anatolia (Minor Asia) and the Levant (Near East) under the name Antioch that were either founded or renamed as such by the Seleucid kings, mainly by the very first among them Seleucus I Nicator (c 358-281 BC).

A general under Alexander (the Great) and eventually a Satrap of the emerging Seleucid Empire in the East, he went on to found Antioch on the Orontes after his father Antioch (Antiochos) on the site of earlier Meroe that served as his capital, nowadays Antakya in southeasternmost Turkey.

Further ancient cities and towns to assume this name were the pictured Antioch of Pisidia in central west Anatolia, Antiochia of the Chrysaorians (Alabanda) in Caria, Antiochia on the Cydnus (Tarsus) and Antiochia ad Pyramum in Cilicia, among others, either by Seleucus himself or those that followed his line such as Antiochus I the Soter, Antiochus II Theos and Antiochus III the Great.

The name Antioch is widely considered a latinised form of Hellenic Antiokhos out of ‘Anti-‘ (αντί, against) and ‘-ekho’ (εχώ, have) meaning ‘resolute, persevering’ but I would say that it doesn’t look like a satisfactory etymological construction and maybe not as a correct rendering either.

Moreover, ‘Antioch’ feels a lot more like of Semitic origin and of similar structure to Enoch, latinised form of Hebrew ‘Hanok’ (Hen-okh in Hellenic), which means something like ‘pertaining/dedicated to knowledge.’

There has got to be said that there were an Athenian tribe called Antioch-eis after a legendary very ancient ancestor of theirs, as was the practice, called Antioch-os, who was a Dryopian himself for that matter.

The Dryopians were actually Leleges in origin and Anatolian speakers that once occupied the region later named Doris in very ancient times. Therefore, the name seems to likely carry an Anatolian origin likewise.

The suffix ‘-os’ is of Anatolian/Luwian origin that was inherited into Hellenic and Old Latin anyway where Anti, meaning ‘opposing, facing,’ was the name in Berber of the Lybian giant that fought Hercules according to the legend, appearing as ‘Antaeus’ in the Hellenic tongues.

Actually, Hercules himself looks to originate in Egypt, the ancient Hellenes identifying him with Egyptian god Khonsu, so ‘anti’ may have well arrived from these parts through the Pelasgians as well as the Phoenicians, who held close ties with the Egyptians.

In which case, Antioch (Antiochos, Antiokhos) would mean ‘pertaining/meant to oppose,’ which fits the nature of Anti/Antaeus, and adds up more.

Wrapping the matter up, the Macedons show many Anatolian elements about them themselves, which I will discuss in a future post, so there should be no surprise for such a name to appear among them.

The ancient theatre of Epidaurus, still well preserved nowadays, lay on the southeast end and very much functioned as part of the celebrated sanctuary of medicine god Asclepius in the late Classical, the so-called Hellinistic and the Roman era.

As Pausanias (c. 110 – 180 AD) has, a geographer and historian from Lydia (Anatolia), the theatre was constructed towards the late 4th century by architect Polykleitos the Younger and displayed magnificent symmetry and beauty as well as excellent acoustics.

The stands around could entertain as many as around 13000 or 14000 spectators and the venue would host music and drama performances that came as part of the cult of Asclepius himself.